- αἱμώνια
- αἱμώνιοςblood-redneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιμώνιος — αἱμώνιος, ον (Α) [αἵμων] (συνήθως για τα σύκα) ο κόκκινος σαν αίμα, αιματόχρωμος στην Πάρο σήμερα αιμωνιό, είδος σύκου με κατακόκκινη σάρκα και κοκκινωπό φλοιό (πιθ. τα «αἱμώνια σῡκα» τού Αθήναιου 3, 76b) … Dictionary of Greek